- υποδιπλασιασμός
- ο, Ν1. φυσ. το φαινόμενο που συντελείται στη διάρκεια τού χρόνου υποδιπλασιασμού2. φρ. «χρόνος υποδιπλασιασμού»φυσ. το χρονικό διάστημα που απαιτείται ώστε ο αριθμός τών ατόμων ενός ραδιενεργού νουκλιδίου να μειωθεί κατά 50% λόγω ραδιενεργών διασπάσεων ή ο ρυθμός τών διασπάσεών του στη μονάδα τού χρόνου να περιοριστεί κατά το ήμισυ.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. αγγλ. half-life «ήμισυ ζωής»].
Dictionary of Greek. 2013.